- τελάλης
- τελάλης, ο και ντελάλης, ο(λ. τουρκ.), δημόσιος κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελάλης — ο, Ν βλ. ντελάλης … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
ταλάλης — ὁ, Μ (στο Βυζ.) τελάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τελάλης] … Dictionary of Greek
κελευστής — Υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. Κατά την αρχαιότητα, κ. ονομαζόταν εκείνος που όριζε τον ρυθμό της κωπηλασίας. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε ένα ραβδί ή μια σφύρα, την οποία χτυπούσε με μια σανίδα. Επίσης, τον ρυθμό έδιναν και οι… … Dictionary of Greek
ντελάλης — και τελάλης, ο, θηλ. ισσα (Μ ντελάλης) 1. δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης 2. μτφ. αυτός που δεν κρατά μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tellal] … Dictionary of Greek
διαλαλητής — ο δημόσιος κήρυκας, τελάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κράχτης — ο θηλ. κράχτρα 1. αυτός που κράζει, πετεινός. 2. διαλαλητής, τελάλης. 3. αυτός που προσελκύει πελάτες σε κέντρο διασκέδασης. 4. αυτός που προσελκύει σε ανηθικότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντελάλης — ντελάλης, ο και τελάλης, ο πληθ. ηδες (λ. τουρκ.), δημόσιος ή ιδιωτικός κήρυκας, αλλ. διαλαλητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)